- χαριστικός
χαριστικός, = χαριστήριος, bes. = gern schenkend, freigebig, Plut. Symp. 2, 1,5; Phryn. in B. A. 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαριστικός, = χαριστήριος, bes. = gern schenkend, freigebig, Plut. Symp. 2, 1,5; Phryn. in B. A. 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαριστικός — giving freely masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριστικός — ή, ό / χαριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [χαρίζω, ομαι] νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται ή δίνεται για εξυπηρέτηση ή για ευχαρίστηση κάποιου 2. συνεκδ. μεροληπτικός 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα χαριστικά χρηματικό φιλοδώρημα που δίνεται από τον χορευτή… … Dictionary of Greek
χαριστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που γίνεται για χάρη ή εξυπηρέτηση, χατιρικός, ευνοϊκός. 2. μεροληπτικός: Η στάση των δικαστών ήταν χαριστική. 3. στη γραμματική, ο όρος «δοτική χαριστική», δηλώνει ότι γίνεται κάτι για χάρη κάποιου. 4. το ουδ. πληθ. ως ουσ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαριστικόν — χαριστικός giving freely masc acc sg χαριστικός giving freely neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριστικαί — χαριστικός giving freely fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριστικοῖς — χαριστικός giving freely masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριστικοί — χαριστικός giving freely masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριστικούς — χαριστικός giving freely masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριστικωτάτου — χαριστικός giving freely masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριστικῆς — χαριστικός giving freely fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριστική — χαριστικός giving freely fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)