- χαρμόσυνος
χαρμόσυνος, fröhlich, freudig, erfreulich, angenehm; χαρμόσυνα ποιεῖσϑαί τινα, Etwas als Gegenstand der Freude betrachten, Her. 3, 27; τὰ χαρμόσυνα, sc. ἱερά, Freudenfest, Plut. de Is. et Osir. 29; Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαρμόσυνος, fröhlich, freudig, erfreulich, angenehm; χαρμόσυνα ποιεῖσϑαί τινα, Etwas als Gegenstand der Freude betrachten, Her. 3, 27; τὰ χαρμόσυνα, sc. ἱερά, Freudenfest, Plut. de Is. et Osir. 29; Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαρμόσυνος — joyful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρμόσυνος — η, ο / χαρμόσυνος, ύνη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ αυτός που ενέχει ή που προκαλεί χαρά (α. «χαρμόσυνη είδηση» β. «κροτεῑν λαμπρὸν καὶ χαρμόσυνον», Γρηγ Ναζ.) αρχ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαρμόσυνα (ενν. ἱερά) γιορτή χαράς νεοελλ. το αρσ. ως … Dictionary of Greek
χαρμόσυνος, -η — ο επίρρ. α ο πρόξενος χαράς, ο ευφρόσυνος, ο χαροποιός: Η ημέρα αυτή είναι χαρμόσυνη για μένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρμοσύνως — χαρμόσυνος joyful adverbial χαρμόσυνος joyful masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρμόσυνον — χαρμόσυνος joyful masc acc sg χαρμόσυνος joyful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρμοσύνη — χαρμόσυνος joyful fem nom/voc sg (attic epic ionic) χαρμοσύνη joyfulness fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρμοσύνην — χαρμόσυνος joyful fem acc sg (attic epic ionic) χαρμοσύνη joyfulness fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρμοσύνης — χαρμόσυνος joyful fem gen sg (attic epic ionic) χαρμοσύνη joyfulness fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρμοσύνοις — χαρμόσυνος joyful masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρμοσύνου — χαρμόσυνος joyful masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρμοσύνῃ — χαρμόσυνος joyful fem dat sg (attic epic ionic) χαρμοσύνη joyfulness fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)