χαρωπός

χαρωπός

χαρωπός, όν, = χαροπός, Arr.; s. Lob. Phryn. p. 106.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαρωπός — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρωπός — ή, ό / χαρωπός, ή, όν, ΝΜΑ, και χαροπός, ή, όν, θηλ. και ός, ΜΑ 1. αυτός τού οποίου τα μάτια, το βλέμμα και η έκφραση του δηλώνουν χαρά 2. συνεκδ. εύθυμος, χαρούμενος μσν. αρχ. (κυρίως για αρπακτικά ζώα) αυτός που έχει σπινθηροβόλα μάτια και,… …   Dictionary of Greek

  • χαρωπός, -ή — ό επίρρ. ά 1. αυτός που τα μάτια του εκφράζουν χαρά, αυτός που εκδηλώνει τη χαρά του με το βλέμμα του. 2. χαρούμενος, εύθυμος, γελαστός: Τραγουδούσαν χαρωπά τραγούδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρωπόν — χαρωπός masc/fem acc sg χαρωπός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρωποί — χαρωπός masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρωπούς — χαρωπός masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρωπά — χαρωπός neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάρωψ — ωπος, και χάροψ, οπος, ὁ, ἡ, Α χαρωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος παρλλ. τ. τής λ. χαροπός / χαρωπός*] …   Dictionary of Greek

  • Charon (mythology) — A 19th century interpretation of Charon s crossing by Alexander Litovchenko. In Greek mythology, Charon or Kharon (English pronunciation: /ˈkɛərɒn/, /ˈkɛərən/; Greek Χάρων) is the ferryman of Hades who carries so …   Wikipedia

  • -ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… …   Dictionary of Greek

  • ίλεως — ἵλεως, ων (ΑΜ, Α και ἵλαος και ἵλεος, ον και αιολ. τ. ἴλλαος, ον) (για τον θεό) εύσπλαγχνος, πολυέλεος («καὶ ἵλεως, ἵλεως, γενοῡ ἡμῑν, Δέσποτα, ἐπὶ ταῑς ἁμαρτίαις ἡμῶν») αρχ. 1. (για θεούς) ευμενής («ἵλαος Ὀλύμπιος ἔσσεται ἡμῑν») 2. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”