- χύτρειος
χύτρειος, = χύτρεος; πάταγος Ar. Lys. 329; – τὰ χύτρεια, irdene Geschirre, Töpfe, Sp., bei Poll. χύτρια.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χύτρειος, = χύτρεος; πάταγος Ar. Lys. 329; – τὰ χύτρεια, irdene Geschirre, Töpfe, Sp., bei Poll. χύτρια.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χύτρειος — εία, ον, Α [χύτρα] αυτός που προέρχεται από πηλό («πατάγου χυτρείου» θορύβου από πήλινα σκεύη, Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
χυτρείου — χύτρειος earthenware masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτρείαν — χυτρείᾱν , χύτρειος earthenware fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)