- χόδος
(χόδος, ὁ, Stuhlgang, Koth, scheint nur im comp. μυόχοδος vorzukommen.)
http://www.zeno.org/Pape-1880.
(χόδος, ὁ, Stuhlgang, Koth, scheint nur im comp. μυόχοδος vorzukommen.)
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυόχοδος — μυόχοδος, ον (ΑΜ) το ουδ. ως ουσ. τὸ μυόχοδον περίττωμα ποντικού, ποντικοκούραδο αρχ. 1. (κατά τον Φώτ.) «μυόχοδον οὐδενὸς ἄξιον» 2. φρ. «μυόχοδος γέρων» λεγόταν υβριστικά για ανάξιο και τιποτένιο γέροντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» +… … Dictionary of Greek