χόρτασμα

χόρτασμα

χόρτασμα, τό, das Futter; Pol. 9, 4,3; N. T.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χόρτασμα, το — ατος, και χορτασμός, ο το να έχει χορτάσει κανείς, ικανοποίηση του αισθήματος της πείνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χόρτασμα — fodder neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόρτασμα — το, ΝΜΑ, και χόρταμα Ν [χορτάζω] νεοελλ. χορτασμός αρχ. 1. η τροφή τού ανθρώπου («καὶ οὐχ εὕρισκον χορτάσματα οἱ πατέρες ἡμῶν», ΚΔ) 2. συν. στον πληθ. τὰ χορτάσματα οι ζωοτροφές («τὰ ἄχυρα καὶ χορτάσματα», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • χορτασμάτων — χόρτασμα fodder neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορτάσματα — χόρτασμα fodder neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλήσμα — και πλῆμα και δωρ. τ. πλεῑμμα, τὸ, Α 1. (κυριολ. και μτφ.) γέμισμα, κορεσμός, χόρτασμα 2. (για ζώα) γκάστρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πλῆσμα < θ. πλησ τού πίμ πλη μι (πρβλ. αόρ. ἔ πλησ α), ενώ ο τ. πλῆμα < θ. πλη (πρβλ. πλή μη / πλή σμη)] …   Dictionary of Greek

  • πλησμονή — η, ΝΜΑ 1. (σχετικά με τροφή) κορεσμός, χόρτασμα 2. αφθονία, πληθώρα, πολύ μεγάλη ποσότητα («υπήρξε πλησμονή σφαγίων το Πάσχα στην αγορά») αρχ. τέλεια πλήρωση, γέμισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. πλησ τού πίμ πλ ημι* (πρβλ. αόρ. ἔ… …   Dictionary of Greek

  • προσκορής — ές, Α 1. αυτός που προξενεί κορεσμό ή αηδία, απεχθής, βαρετός 2. (για λόγο) ανιαρός, ανούσιος 3. κορεσμένος, χορτασμένος. επίρρ... προσκόρως Α 1. με κορεσμό, με χόρτασμα 2. κατά κόρον, καθ υπερβολήν («λόγος προσκόρως κεκοσμημένος», Ερμογ.).… …   Dictionary of Greek

  • χόρταμα — το, Ν βλ. χόρτασμα …   Dictionary of Greek

  • ԲՈՒՏ — I. (բտոյ, կամ բտի.) NBH 1 514 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 14c գ. (յորմէ Խոտաբուտ, Բտել, եւ այլն. լծ. ընդ ուտ, խոտ, բուծ կամ բոյծ.) ἕδεσμα, χόρτασμα esca, pabulum Ճարակ. ուտելիք կենդանեաց. կեր. կերակուր. ... *Բուտ եւ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԽՈՏ — (ոյ, ոց.) NBH 1 0969 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 11c գ. χόρτος, χόρτασμα, πόα, βοτάνη foenum, herba, gramen. Բոյս երկրի առ հասարակ. դալարի. բանջար վայրի. լծ. թ. օթ, օթլուգ եւ յն. խօ՛րդօս. (որպէս եւ բօ՛ա, գօդանի. լծ. ընդ բոյս.)… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”