- προ-εχής
προ-εχής, ές, hervorragend, Hesych. erkl. σπουδαῖος, κραταιός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-εχής, ές, hervorragend, Hesych. erkl. σπουδαῖος, κραταιός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προεχής — ές, Α 1. έξοχος 2. (κατά τον Ησύχ.) «σπουδαῑος, κραταιός». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εχής (< ἔχω), πρβλ. προσ εχής] … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия