χυτήρ

χυτήρ

χυτήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm (?).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • -τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa …   Dictionary of Greek

  • χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… …   Dictionary of Greek

  • χυτήρας — ο / χυτήρ, ῆρος, ΝΜΑ 1. μεγάλο κουτάλι μαγειρείου 2. κουτάλα χύτευσης μετάλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυ τής μηδενισμένης βαθμίδας τής ρίζας τού ρ. χέω* + κατάλ. τήρ(ας)*] …   Dictionary of Greek

  • χυτήριο — Εγκατάσταση όπου πραγματοποιείται τήξη των μετάλλων, τα οποία, με τις κατάλληλες ενέργειες, μεταβάλλονται σε χυτά μηχανικά τεμάχια διαφόρων σχημάτων. Οι μέθοδοι χύτευσης, γνωστές ήδη από την αρχαιότητα, είχαν μεγάλη ανάπτυξη κατά την Αναγέννηση,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”