- χυτικός
χυτικός, zum Gießen, Ausgießen geschickt, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χυτικός, zum Gießen, Ausgießen geschickt, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χυτικός — ή, όν, Α αυτός που έχει διαλυτικές ιδιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυ τής μηδενισμένης βαθμίδας τής ρίζας τού ρ. χέω* + κατάλ. τικός*] … Dictionary of Greek
χυτικόν — χυτικός having a dissolving power masc acc sg χυτικός having a dissolving power neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek
χαλκοχυτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χαλκουργία 2. το θηλ. ως ουσ. η χαλκοχυτική η χαλκουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + χυτικός (< χύνω / χέω). Το επίθ. χαλκοχυτικός μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
χυτικάς — χυτικά̱ς , χυτικός having a dissolving power fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)