- χυτρίον
χυτρίον, τό, dim. von χύτρα, Töpfchen (?); Hesych. erkl. es κρανίον, Poll. 7, 163 χύτρια τὰ τῶν χυτρῶν ὄστρακα; vgl. χύτρειος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χυτρίον, τό, dim. von χύτρα, Töpfchen (?); Hesych. erkl. es κρανίον, Poll. 7, 163 χύτρια τὰ τῶν χυτρῶν ὄστρακα; vgl. χύτρειος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χυτρίον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτρίον — τὸ, Α [χύτρα] 1. μικρή χύτρα, τσουκαλάκι 2. κρανίο … Dictionary of Greek
χυτρίοις — χυτρίον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτρίου — χυτρίον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτρίων — χυτρίον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՊՈՒՏՈՒԿ — (տկի, կաց, եւ տկունք, տկանց.) NBH 2 0660 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c, 13c գ. χυτρίς, χυτρίον ollula. Պոյտն փոքրիկ, խէցէղեն կամ պղնձի. պըտուկ. ... *Ետ հրաման՝ երկաթի պուտկօք հալել կապար. Ագաթ.: *Գտին կուժ մի ջրով, եւ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)