- χυτρίζω
χυτρίζω, in einen Topf setzen, bes. ein Kind in einem Topfe aussetzen; Aesch. frg. bei Schol. Ar. Vesp. 288 u. ib. Soph. frg. 476; der Schol. erklärt es durch ἀποκτείνειν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χυτρίζω, in einen Topf setzen, bes. ein Kind in einem Topfe aussetzen; Aesch. frg. bei Schol. Ar. Vesp. 288 u. ib. Soph. frg. 476; der Schol. erklärt es durch ἀποκτείνειν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χυτρίζω — Α [χύτρα] τοποθετώ βρέφος μέσα σε χύτρα και τό εγκαταλείπω … Dictionary of Greek
καταχυτρίζω — (Α) εγχυτρίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χυτρίζω «βάζω σε χύτρα»] … Dictionary of Greek
περιχύτρισμα — τὸ, Α η πεζούλα με πέτρες ή άλλα σκληρά υλικά γύρω από τη ρίζα τής ελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χυτρίζω] … Dictionary of Greek
χυτρισμός — ὁ, Α [χυτρίζω] εγκατάλειψη βρέφους μέσα σε χύτρα … Dictionary of Greek