χρῡσίς

χρῡσίς

χρῡσίς, ίδος, ἡ, 1) goldenes Geräth, Gefäß, Geschirr, Ar. Ach. 74 Pax 417 u. A.; goldenes Kleid, χρυσίδας ἠμφιεσμένος Luc. Nigr. 11; goldener Schuh, D. D. 2, 2. – 2) als adj., = χρυσῖτις, Poll.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Χρυσίς — a vessel of gold fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσίς — ίδος, η, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων, τυπικό τής οικογένειας χρυσίδες αρχ. 1. χρυσή φιάλη («ἐπίνομεν ἐξ ὑαλίνων ἐκπωμάτων καὶ χρυσίδων ἄκρατον οἶνον ἡδύν», Αριστοφ.) 2. χρυσοΰφαντο φόρεμα («χρυσίδας ἠμφιεσμένοι», Λουκιαν.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • χρυσίς — χρῡσίς , χρυσίς a vessel of gold fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρυσίδων — Χρύσις masc gen pl Χρυσίς a vessel of gold fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρυσί — Χρυσίς a vessel of gold fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρυσίδα — Χρυσίς a vessel of gold fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρυσίδας — Χρυσίς a vessel of gold fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρυσίδες — Χρυσίς a vessel of gold fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρυσίδι — Χρυσίς a vessel of gold fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρυσίδος — Χρυσίς a vessel of gold fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρύσιδος — Χρύσις masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”