- χρῡσ-έρως
χρῡσ-έρως, ωτος, B. A. 1197.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσ-έρως, ωτος, B. A. 1197.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυσέρως — λυσέρως, ωτος, ὁ (Α) αυτός που απαλλάσσει από τον έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυσ (πρβλ. ἔ λυσ α, αόρ. τού λύω) + ἔρως (< ἔραμαι), πρβλ. χρυσ έρως] … Dictionary of Greek
έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… … Dictionary of Greek
χαράσσω — Ν ΜΑ, και χαράζω Ν, και αττ. τ. χαράττω Α 1. κάνω εγκοπές, γραμμές ή γράμματα πάνω σε μια επιφάνεια με αιχμηρό όργανο, εγχαράσσω 2. γράφω 3. σχεδιάζω τις κύριες γραμμές μιας μελλοντικής κατασκευής ή ορίζω και σημειώνω στο έδαφος τον άξονα ενός… … Dictionary of Greek
χρυσοκόμης — ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χρυσεοκόμας, και χρυσεοκόμης, Α χρυσομάλλης («χρυσοκόμης Ἔρως», Ανακρ.) αρχ. 1. αυτός που φέρει στα μαλλιά του χρυσά κοσμήματα 2. ως κύριο όν. Χρυσοκόμης ο Απόλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + κόμης (< κόμη), πρβλ.… … Dictionary of Greek
χρυσοφαής — ές, ΜΑ αυτός που λάμπει σαν το χρυσάφι (α. «ὁ χρυσοφαὴς Ἥλιος», Ευρ. β. «Ἔρως χρυσοφαής», Ευρ. γ. «χρυσοφαὴς Σελήνη», Μάξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + φαής (< φάος), πρβλ. ψευδο φαής] … Dictionary of Greek
χρυσοχαίτης — ου, ὁ, θηλ. χρυσόχαιτις, αίτιδος, ΜΑ, και ποιητ. τ. χρυσοχαῑτα και χρυσοχαίτας Α αυτός που έχει χρυσά μαλλιά («Ἔρως ὁ χρυσοχαίτας», Ανακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + χαίτης (< χαίτη), πρβλ. μελαγ χαίτης] … Dictionary of Greek