- προ-γυμνάζω
προ-γυμνάζω, vorher üben; χέρα, Soph. frg. 450; Luc. Hermot. 78 u. a. Sp., auch im med.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-γυμνάζω, vorher üben; χέρα, Soph. frg. 450; Luc. Hermot. 78 u. a. Sp., auch im med.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποεγγυμνάζω — Α γυμνάζω κάποιον σε κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγγυμνάζω «γυμνάζω, εξασκώ»] … Dictionary of Greek
προαναγυμνάζω — Α εκγυμνάζω κάτι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνά + γυμνάζω] … Dictionary of Greek
προεμμελετώ — άω, ΜΑ προασκούμαι, προγυμνάζομαι σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐμμελετῶ «ασκώ, γυμνάζω»] … Dictionary of Greek