- χρῡσο-βαφής
χρῡσο-βαφής, ές, goldgefärbt, goldfarbig, aber auch = χρυσογραφής, goldgestickt; ἄνακτες Simmi. (XV, 22); bei Plut. Demetr. 41 zw.; vgl. Callixen. bei Ath. V, 200 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσο-βαφής, ές, goldgefärbt, goldfarbig, aber auch = χρυσογραφής, goldgestickt; ἄνακτες Simmi. (XV, 22); bei Plut. Demetr. 41 zw.; vgl. Callixen. bei Ath. V, 200 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιοβαφής — ές (Α ἰοβαφής, ές) αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, ο ιόχρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. κροκο βαφής, χρυσο βαφής]· … Dictionary of Greek
κοκκινοβαφής — ές (AM κοκκινοβαφής, ές) ο βαμμένος με κόκκινο χρώμα, κοκκινοβαμμένος, κόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + βαφής (< βάπτω), πρβλ. λευκο βαφής, χρυσο βαφής] … Dictionary of Greek
μηλοβαφής — μηλοβαφής, ές (Α) βαμμένος με κίτρινο χρώμα, όπως είναι το χρώμα τών κυδωνιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + βαφής (< θ. βαφ , πρβλ. βαφή τού βάπτω), πρβλ. θαλασσο βαφής, χρυσο βαφής] … Dictionary of Greek
μυροβαφής — μυροβαφής, ές (Α) αυτός που έχει εμβαπτισθεί σε αρωματώδες έλαιο, σε μύρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + βαφής (< βάπτω), πρβλ. χρυσο βαφής] … Dictionary of Greek
οξυβαφής — ὀξυβαφής, ές (Μ) ο έντονα πορφυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + βαφής (< βάπτω), πρβλ. χρυσο βαφής] … Dictionary of Greek
χρυσοβαφής — ές, ΝΜΑ βαμμένος με χρυσό χρώμα αρχ. αυτός που φορεί χρυσά ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. αἱμο βαφής] … Dictionary of Greek