- χρῡσο-κέφαλος
χρῡσο-κέφαλος, mit goldenem Kopfe, Phryn. com. bei Ath. VI, 287 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσο-κέφαλος, mit goldenem Kopfe, Phryn. com. bei Ath. VI, 287 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
χρυσοκέφαλος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ.) του νομού Δράμας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (18 τ. χλμ.). * * * ον, ΜΑ μσν. 1. αυτός που φορεί χρυσό στέμμα 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ χρυσοκέφαλος εκκλ. (στο Βυζ.) χαρτοφύλακας αρχ. το αρσ. ως ουσ. ονομασία ψαριού.… … Dictionary of Greek
Καράτσι — I (Carracci). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών ζωγράφων του 16ου 17ου αι. από την Μπολόνια. Ο Λοντοβίκο Κ. (Lodovico, 1555 – 1619) ήταν μαθητής του Πρόσπερο Φοντάνα. Φιλοτέχνησε τα έργα Μεταστροφή του αγίου Παύλου (1587, πινακοθήκη της Μπολόνια),… … Dictionary of Greek