- χρῡσο-βόστρυχος
χρῡσο-βόστρυχος, mit goldenen Locken, Ath. III, 564.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσο-βόστρυχος, mit goldenen Locken, Ath. III, 564.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταβόστρυχος — καταβόστρυχος, ον (Α) αυτός που έχει πολλούς βοστρύχους, φουντωτά μαλλιά με μπούκλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βόστρυχος (< βόστρυχος «μπούκλα»), πρβλ. ελικο βόστρυχος, χρυσο βόστρυχος] … Dictionary of Greek