χρῡσ-ούατος

χρῡσ-ούατος

χρῡσ-ούατος, mit goldenen Ohren, Henkeln, Hom. frg. 8, 68.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μονούατος — μονούατος, ον (Α) (για λαγήνι) μόνωτος*, αυτός που έχει μία μόνο λαβή, ένα χερούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ούατος (< οὖς «αφτί»), πρβλ. δολιχ ούατος, χρυσ ούατος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσούατος — ον, Α (για σκεύος) αυτός που έχει χρυσές λαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ούατος (< οὖς* «αφτί»), πρβλ. μον ούατος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”