χρῡσο-τόρευτος

χρῡσο-τόρευτος

χρῡσο-τόρευτος, aus Gold gearbeitet, LXX.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαλκοτόρευτος — ον, Α κατασκευασμένος από χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + τόρευτος (< τορεύω), πρβλ. χρυσο τόρευτος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοτόρευτος — ον, Α κατεργασμένος, στολισμένος με χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + τόρευτος (< τορεύω), πρβλ. χαλκο τόρευτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”