- χρῡσ-ορύκτης
χρῡσ-ορύκτης, ὁ, Goldgräber, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσ-ορύκτης, ὁ, Goldgräber, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεκρορύκτης — νεκρορύκτης, ὁ (Α) αυτός που σκάβει τους τάφους και βγάζει έξω τους νεκρούς, τυμβωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + ὀρύκτης (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. τοιχ ορύκτης, χρυσ ορύκτης] … Dictionary of Greek
χρυσορύκτης — ὁ, ΜΑ αυτός που εξάγει από τη γη χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ὀρυκτης (< ὀρύσσω), πρβλ. φρεατ ορύκτης] … Dictionary of Greek