- χρῡσ-ανθής
χρῡσ-ανθής, ές, mit goldfarbiger Blüthe, κρόκος Mel. 2 (XII, 256); τὸ χρυσανϑές = χρυσάνϑεμον, Nic. bei Ath. 684 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσ-ανθής, ές, mit goldfarbiger Blüthe, κρόκος Mel. 2 (XII, 256); τὸ χρυσανϑές = χρυσάνϑεμον, Nic. bei Ath. 684 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελανθής — μελανθής, ές (Α) (ποιητ. λ.) αυτός που έχει μέλανα άνθη, δηλ. μαύρο χρώμα, μελαψός, μαυρειδερός («μελανθὲς ἡλιόκτυπον γένος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, + ανθής < (ἄνθος), πρβλ. λευκ ανθής, χρυσ ανθής] … Dictionary of Greek
χλοανθής — ές, Α χλοερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + ανθής (< ἄνθος), πρβλ. πορφυρ ανθής, χρυσ ανθής] … Dictionary of Greek
μελιανθής — μελιανθής, ές (Α) γλυκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ανθής (< ἄνθος), πρβλ. χρυσ ανθής] … Dictionary of Greek
μινυανθής — μινυανθής, ές (Α) 1. αυτός που ανθεί για μικρό χρονικό διάστημα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μινυανθές είδος φυτού («τρίφυλλον, τὴν ἤτοι μινυανθές, ὁ δὲ τριπέτηλον ἐνίσπει», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μινυ τού μινύθω «περικόπτω, ελαττώνω» (βλ. μινύθω) +… … Dictionary of Greek
μονανθής — ές 1. (για φυτά) αυτός που έχει ένα μόνο άνθος 2. το ουδ. ως ουσ. το μονανθές βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια κρασσουλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * ανθής < άνθος), πρβλ. χρυσ ανθής] … Dictionary of Greek
πορφυρανθής — ές, Α 1. (για φυτό) αυτός που έχει πορφυρά άνθη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πορφυρανθές α) το φυτό ἡμεροκαλλές* β) το φυτό υάκινθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + ανθής (< ἄνθος), πρβλ. χρυσ ανθής)] … Dictionary of Greek
φιλανθής — ές, ΝΜΑ αυτός που αγαπά τα άνθη, που τού αρέσουν τα λουλούδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ανθής (< ἄνθός), πρβλ. χρυσ ανθής] … Dictionary of Greek
χρυσανθής — ές, Α 1. αυτός που έχει χρυσά άνθη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χρυσανθές χρυσάνθεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ανθής (< ἄνθός), πρβλ. λευκ ανθής] … Dictionary of Greek
φυλλανθές — τὸ, Α ονομασία φυτού με αγκαθωτά φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + ανθές, ουδ. τού ανθής (< ἄνθος), πρβλ. χαλκ ανθές, χρυσ ανθές] … Dictionary of Greek