- χρῡσ-αγωγός
χρῡσ-αγωγός, Gold führend, Lob. Phryn. p. 432.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσ-αγωγός, Gold führend, Lob. Phryn. p. 432.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλιναγωγός — όν, Α αυτός που συγκρατεί, που αναχαιτίζει, σαν τον ιππέα που χρησιμοποιεί το χαλινάρι («ὁ τῶν Ἰορδανίων ῥείθρων χαλιναγωγός», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινός + ἀγωγός (πρβλ. δημ αγωγός)] … Dictionary of Greek
χρυσαγωγός — όν, Μ αυτός που μεταφέρει χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ αγωγός] … Dictionary of Greek
χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από … Dictionary of Greek
σύρμα — το, ΝΜΑ [σύρω] νεοελλ. 1. μεταλλικός αγωγός ηλεκτρικής ενέργειας 2. το μέρος από το οποίο περνούν συνήθως τα θηράματα 3. (ως συνθηματική λέξη που χρησιμοποιείται για προειδοποίηση) προσοχή, φυλάξου 4. φρ. «πολύστρεπτο σύρμα» (ηλεκτρολ.) σύρμα από … Dictionary of Greek