- χρῡσεο-βόστρυχος
χρῡσεο-βόστρυχος, ον, = χρυσοβόστρυχος; Eur. Phoen. 198; Philem. bei Ath. XIII, 564 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσεο-βόστρυχος, ον, = χρυσοβόστρυχος; Eur. Phoen. 198; Philem. bei Ath. XIII, 564 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρυσοβόστρυχος — και χρυσεοβόστρυχος, ον, Α αυτός που έχει χρυσούς βοστρύχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + βόστρυχος (πρβλ. ἑλικο βόστρυχος)] … Dictionary of Greek