- χρῡσεό-ταρσος
χρῡσεό-ταρσος, mit goldenen Fersen, Füßen, Fittigen, Orph. Arg. 338.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσεό-ταρσος, mit goldenen Fersen, Füßen, Fittigen, Orph. Arg. 338.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek
χρυσεόταρσος — ον, Α 1. αυτός που έχει χρυσούς ταρσούς 2. αυτός που έχει χρυσά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσεο (βλ. λ. χρυσ[ο] *) + ταρσός «πόδι, αστράγαλος» (πρβλ. εὔ ταρσος)] … Dictionary of Greek