- χρῡσ-εργός
χρῡσ-εργός, Gold machend, Πακτωλοῦ ποτά Lycophr. 1352.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσ-εργός, Gold machend, Πακτωλοῦ ποτά Lycophr. 1352.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρυσεργός — όν, Α αυτός που παράγει χρυσό («χρυσεργὰ Πακτωλοῡ ποτά», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + εργός (< ἔργον), πρβλ. φιλ εργός] … Dictionary of Greek
περίεργος — η, ο / περίεργος, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που ενδιαφέρεται για το καθετί και θέλει να τό γνωρίσει, αυτός που ερευνά και επιδιώκει να μάθει τα πάντα, ερευνητικός (α. «από μικρός ήταν περίεργος και έμαθε πολλά» β. «περίεργα παιδία», Γαλ. γ.… … Dictionary of Greek