χρῡσ-επ-ώνυμος

χρῡσ-επ-ώνυμος

χρῡσ-επ-ώνυμος, nach dem Golde zubenannt, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χρυσώνυμος — ον, ΜΑ αυτός που έχει χρυσό όνομα, που έλαβε το όνομά του από τον χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. πατρ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”