χρῡσ-αστράγαλος

χρῡσ-αστράγαλος

χρῡσ-αστράγαλος, mit goldenen Knöcheln, Füßen; φιάλαι Sapph. fr. 100; Poll. 6, 98.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χρυσαστράγαλος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έχει χρυσούς αστραγάλους 2. (κατ επέκτ.) αυτός που έχει χρυσή βάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἀστράγαλος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσεόταρσος — ον, Α 1. αυτός που έχει χρυσούς ταρσούς 2. αυτός που έχει χρυσά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσεο (βλ. λ. χρυσ[ο] *) + ταρσός «πόδι, αστράγαλος» (πρβλ. εὔ ταρσος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”