- χρῡσό-λινον
χρῡσό-λινον, τό, Goldfaden, Golddraht, Paul. Aeg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσό-λινον, τό, Goldfaden, Golddraht, Paul. Aeg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λινοθήρας — λινοθήρας, ὁ (Α) αυτός που κυνηγά με λινά δίχτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ορνιθο θήρας, χρυσο θήρας] … Dictionary of Greek
λινόπτερος — λινόπτερος, ον (Α) (ποιητ. για πλοία) αυτός που έχει λινά ιστία ως πτέρυγες («λινόπτερα ναυτίλων ὀχήματα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πτερος (< πτερόν), πρβλ. κυανό πτερος, χρυσό πτερος] … Dictionary of Greek