- χρῡσό-μαλλος
χρῡσό-μαλλος, mit goldenem Vließe od. Felle, λόχευμα ἀρνός Eur. Or. 999 El. 725.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσό-μαλλος, mit goldenem Vließe od. Felle, λόχευμα ἀρνός Eur. Or. 999 El. 725.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψιλόμαλλον — τὸ, Μ μαλακό μάλλινο ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. αμάρτυρου επιθ. *ψιλόμαλλος < ψιλός + μαλλος (< μαλλός), πρβλ. χρυσό μαλλος] … Dictionary of Greek
χιονόμαλλος — η, ο, Ν αυτός που έχει μαλλιά λευκά σαν το χιόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + μαλλί (πρβλ. ξανθόμαλλος, χρυσό μαλλος). Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Άγγ. Βλάχο] … Dictionary of Greek
χρυσόμαλλος — η, ο / χρυσόμαλλος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει χρυσό μαλλί, χρυσό τρίχωμα (α. «το χρυσόμαλλο δέρας» β. «τὸ χρυσόμαλλον ἀρνός», Ευρ.) αρχ. φρ. «πρόβατον χρυσόμαλλον» μτφ. άνθρωπος πλούσιος αλλά ανόητος (Διογ. Λαέρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + … Dictionary of Greek
σγουρομάλλης — θηλ. σγουρομάλλα και σγουρομαλλούσα, και σγουρόμαλλος, η, ο, Ν αυτός που έχει σγουρά, κατσαρά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σγουρός* + μάλλης / μαλλος (< μαλλί), πρβλ. χρυσο μάλλης] … Dictionary of Greek