χρῡσό-κολλος

χρῡσό-κολλος

χρῡσό-κολλος, mit Gold gelöthet, mit angelötheten goldenen Zierrathen, von Gold zusammengesetzt; Soph. frg. 68 bei Ath. XI, 466 b; κώπη Eur. bei Poll. 10, 145.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λιθόκολλος — λιθόκολλος, ον (Α) λιθοκόλλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + κολλος (< κόλλα), πρβλ. αρτί κολλος, χρυσό κολλος] …   Dictionary of Greek

  • πρωτόκολλο — το, πρωτόκολλον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. (νομ.) δημόσιο έγγραφο με το οποίο οι κατά τον νόμο αρμόδιοι υπάλληλοι πιστοποιούν παράβαση νόμου και επιβάλλουν, συνήθως, το προβλεπόμενο για την κάθε περίπτωση πρόστιμο («πρωτόκολλο δασικής παράβασης») 2. βιβλίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”