- χρῡσό-κομος
χρῡσό-κομος, 1) goldhaarig, Apollon, Mnasalc. 3 (VI, 264). – 2) übh. goldfarbig, πτερά Her. 2, 73.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσό-κομος, 1) goldhaarig, Apollon, Mnasalc. 3 (VI, 264). – 2) übh. goldfarbig, πτερά Her. 2, 73.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιππόκομος — ἱππόκομος, ον (Α) (για περικεφαλαία) η στολισμένη με κόμη ίππου, με τρίχες από ουρά αλόγου («ἱππόκομος κόρυς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κόμος (< κόμη «μαλλί»), πρβλ. αβρό κομος, χρυσό κομος] … Dictionary of Greek
καλλίκομος — η, ο (Α καλλίκομος, ον) 1. αυτός που έχει ωραία κόμη, ωραία μαλλιά («ὅς μοι παλλακίδος περιχώσατο καλλικόμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για φυτά) αυτός που έχει ωραίο και πυκνό φύλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κομος (< κόμη), πρβλ. αβρό κομος, χρυσό… … Dictionary of Greek
κρηδεμνόκομος — κρηδεμνόκομος, ον (Α) αυτός που φορά κρήδεμνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήδεμνον + κομος (< κόμη), πρβλ. δαφνό κομος, χρυσό κομος] … Dictionary of Greek
λυσίκομος — η, ο (AM λυσίκομος, ον) αυτός που έχει τα μαλλιά του λυτά, ξέπλεκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + κομος (< κόμη), πρβλ. βαθύ κομος, χρυσό κομος] … Dictionary of Greek
φυλλόκομος — ον, Α γεμάτος φύλλα, καλυμμένος με φύλλα, πυκνόφυλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + κομος (< κόμη), πρβλ. ἱππό κομος, χρυσό κομος] … Dictionary of Greek
οξύκομος — ὀξύκομος, ον (Α) 1. (σχετικά με τον αχινό ή τον σκαντζόχοιρο) αυτός που έχει σκληρές και αιχμηρές τρίχες, αγκάθια 2. (σχετικά με το ελάφι) αυτός που έχει αιχμηρά κέρατα 3. (σχετικά με ψάρι) αυτός που έχει κοφτερά αγκάθια 4. (σχετικά με το πεύκο)… … Dictionary of Greek
οπισθόκομος — (opisthocomus cristatus). Πουλί με αρχαιοζωικά χαρακτηριστικά, μοναδικό είδος της οικογένειας των οπισθοκομιδών της τάξης των ορνιθόμορφων. Ο ο. έχει μήκος περίπου 60 εκ. και φέρει στο κεφάλι ένα λοφίο από λεπτά φτερά που ανορθώνονται· ζει κοντά… … Dictionary of Greek
πυρσόκομος — ον, Μ αυτός που έχει πυρρόξανθα μαλλιά, ο κοκκινομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (ΙΙ), δωρ. τ. τού πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + κομος (< κόμη), πρβλ. χρυσό κομος] … Dictionary of Greek
σκιαρόκομος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει πυκνά φύλλα τα οποία παρέχουν βαθιά σκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιαρός + κομος (< κόμη), πρβλ. χρυσό κομος] … Dictionary of Greek