χρῡσό-βωλος

χρῡσό-βωλος

χρῡσό-βωλος, mit goldenen, goldhaltigen Erdschollen, Eur. Rhes. 921.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μικρόβωλος — μικρόβωλος, ον (Α) αυτός που υπάρχει υπὸ μορφή μικρών βώλων («μικρόβωλος σμύρνα», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + βωλος (< βῶλος), πρβλ. καλλί βωλος, χρυσό βωλος] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόβωλος — μεγαλόβωλος, ον (Α) (για χώμα) αυτός που έχει μεγάλους βώλους, εύφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + βῶλος (πρβλ. καλλί βωλος, χρυσό βωλος)] …   Dictionary of Greek

  • μελάμβωλος — μελάμβωλος, ον (Α) (για τη γη) 1. αυτός που έχει μαύρους βώλους, μαύρο έδαφος 2. εύφορος («μελάμβωλον κατ ἄρουραν», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + βῶλος, (πρβλ. καλλό βωλος, χρυσό βωλος)] …   Dictionary of Greek

  • χορτόβωλος — ἡ, ΜΑ βώλος γης με Χόρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + βῶλος (πρβλ. χρυσό βωλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”