- χρῡσό-ξυλον
χρῡσό-ξυλον, τό, Goldholz, eine andere Benennung des ϑάψος, Schol. Ar. Vesp. 1402.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσό-ξυλον, τό, Goldholz, eine andere Benennung des ϑάψος, Schol. Ar. Vesp. 1402.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυλοστεγής — ξυλοστεγής, ές (ΑΜ, Μ και ξυλόστεγος, ον) αυτός που έχει ξύλινη στέγη, ξυλοσκέπαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυλον + στέγης (< στέγω «καλύπτω, στεγάζω»), πρβλ. λιθο στεγής. Ο τ. ξυλόστεγος < ξύλον + στεγος (< στέγη), πρβλ. χρυσό στεγος] … Dictionary of Greek