- χρῡσ-όροφος
χρῡσ-όροφος, mit goldener Decke, Luc. Cyn. 9, s. Lob. Phryn. p. 706.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσ-όροφος, mit goldener Decke, Luc. Cyn. 9, s. Lob. Phryn. p. 706.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χαλκόροφος — ον, Α αυτός που έχει χάλκινη οροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + όροφος (< ὄροφος / ὀροφή), πρβλ. οὐραν όροφος, χρυσ όροφος] … Dictionary of Greek
σιδηρόροφος — ον, Μ αυτός που έχει σιδερένια οροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + όροφος (< ὀροφή), πρβλ. χρυσ όροφος] … Dictionary of Greek
χρυσόροφος — και χρυσώροφος, ον, Α αυτός που έχει χρυσή οροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ὄροφος (πρβλ. οὐραν όροφος). Η δ. γρφ. χρυσώροφος με ω οφείλεται σε μετρικούς λόγους (πρβλ. πετρ ώροφος)] … Dictionary of Greek
κάτι — (I) (Μ κάτι και ὁκάτι[ν]) (αόρ. αντων. κοινού γένους και αριθμού η οποία απαντά στην ονομ. και αιτ.) 1. κάποιος, κάποια, κάποιο («έχω κάτι να σού δώσω») 2. (ως επίρρ.) λίγο, κάπως («αυτά τα ρούχα είναι κάτι καλύτερα από τα άλλα») νεοελλ. 1. ως… … Dictionary of Greek
πετρώροφος — ον, Μ ο πετρηρεφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + ώροφος (< ὄροφος), πρβλ. χρυσ ώροφος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek