- χρῡσό-πρασος
χρῡσό-πρασος, ὁ, der Chrysopras, ein Edelstein von goldgelber u. lauchgrüner Farbe, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσό-πρασος, ὁ, der Chrysopras, ein Edelstein von goldgelber u. lauchgrüner Farbe, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
хризопра́з — а, м. Минерал, разновидность халцедона, имеющая зеленую окраску. [греч. χρυσοπρασος] … Малый академический словарь
χρυσόπρασος — ὁ, Α το χρυσοπράσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πρασος (< πράσον), Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. chrysoprasus) και στη συνέχεια οι νεώτερες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. chrysoprase), βλ. και λ. χρυσο πράσιο] … Dictionary of Greek