- χρῡσ-ωρύχος
χρῡσ-ωρύχος, Gold grabend, Goldgräber, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῡσ-ωρύχος, Gold grabend, Goldgräber, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεδώρυχος — και πεδωρύχος, ον, Α αυτός που ανασκάπτει το έδαφος τής γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + ώρυχος / ωρύχος (< ὀρυσσω), πρβλ. κατ ώρυχος, χρυσ ωρύχος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
χαλκωρύχος — ο, ΝΜ εργάτης χαλκωρυχείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ωρύχος (< ὀρύσσω), πρβλ. χρυσ ωρύχος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
χρυσωρύχος — ο, ΝΜΑ άτομο που σκάβει τη γη ή ανασκαλεύει την άμμο για να βρει χρυσό νεοελλ. μσν. εργάτης σε χρυσωρυχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ωρύχος (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. μεταλλ ωρύχος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
χαλκωρυχείο — το / χαλκωρυχεῖον, ΝΜΑ, και εσφ. γρφ. χαλκορυχείο Ν, και χαλκωρύχιον Α ορυχείο, μεταλλείο χαλκού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ωρυχεῖον (< ωρύχος < ὀρύσσω), πρβλ. χρυσ ωρυχεῖον] … Dictionary of Greek
χαλκωρυχώ — έω, Α εργάζομαι σε χαλκωρυχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ωρυχῶ (< ωρύχος < ὀρύσσω), πρβλ. χρυσ ωρυχῶ] … Dictionary of Greek