- χρῆος
χρῆος, τό, ep. statt χρέος; Maneth. 2, 309 v. l. für χρεῖος; χρήεσσι Ap. Rh. 3, 1198.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρῆος, τό, ep. statt χρέος; Maneth. 2, 309 v. l. für χρεῖος; χρήεσσι Ap. Rh. 3, 1198.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρήος — τὸ, Α (επικ. τ.) βλ. χρέος … Dictionary of Greek
χρέος — ους, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. χρεῑος και χρῆος και αττ. τ. χρέως και βοιωτ. τ. χρίος και αρκαδ. τ. πληθ. χρήατα και κρητ. τ. πληθ. χρήϊα, τὰ, Α κάθε οφειλή σε χρήμα, σε είδος ή σε υπηρεσία νεοελλ. 1. (νομ.) η παροχή, στο πλαίσιο μιας ενοχικής σχέσης … Dictionary of Greek
Χ, χ — Το εικοστό δεύτερο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Όπως και τα φ, ψ, ω, δεν προέρχεται από τροποποίηση σημιτικού γράμματος, αλλά επινοήθηκε από τους Έλληνες για την παράσταση των ουρανικών και υπερωικών δασέων φθόγγων της ινδοευρωπαϊκής μητέρας… … Dictionary of Greek
ζαχρηής — ζαχρηής, ὲς (Α) 1. σφοδρός, ορμητικός, βίαιος («μένος Βορέαο καὶ ἄλλων ζαχρηῶν ἀνέμων», Ομ. Ιλ.) 2. (για πολεμιστές) ανδρείος, ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ζαχρηής είναι σύνθετη με α σύνθ. ζα (=δια ) και β σύνθ. χρηής, συνδεόμενο πιθ. με αόρ. έχρα(F)ον … Dictionary of Greek
κρησφύγετο — το (Α κρησφύγετον) τόπος όπου καταφεύγει ή κρύβεται κάποιος, καταφύγιο, κρυψώνας (α. «τ αγρίμια τού λόγγου έβγαιναν από τα σκοτεινά κρησφύγετα», Ζερβ. β. «λέγων ὡς ἄμεινον σφίσι εἴη κρησφύγετόν τι ὑπάρχον εἶναι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει α … Dictionary of Greek
πλέως — πλέα, πλέων και ιων. τ. πλέος, πλέη, πλέον κ. επιτ. πλεῑος, πλείη και πλῆ, πλεῑον, Α 1. πλήρης, γεμάτος (α. «νηῡς πλείη βιότοιο», Ομ. Οδ. β. «εἰδώλων δὲ πλέον πρόθυρον», Ομ. Οδ. γ. πλείη δὲ καὶ αὐλή», Ομ. Οδ. δ. «τάφρος πλέη ὕδατος», Ηρόδ. ε.… … Dictionary of Greek
χρεώ — και επικ. τ. χρειώ, όος και οῡς, ἡ, και σπαν. τ. ουδ. χρεώ, τὸ, Α 1. χρεία, ανάγκη 2. στέρηση, έλλειψη 3. επιθυμία για κάτι 4. προφητεία, χρησμός («χρειὼ θεσπίζων μεταμώνιον», Ανθ. Παλ.) 5. ενασχόληση 6. μτφ. μοίρα 7. φρ. α) «χρειὼ γίγνεται [ή… … Dictionary of Greek
ĝher-6 (ĝherǝ- : ĝhrē-?) — ĝher 6 (ĝherǝ : ĝhrē ?) English meaning: short, small Deutsche Übersetzung: “kurz, klein, gering” (also “knapp become, fehlen, nötig sein”?) Material: Gk. χείρων (Eol. χέρρων) from *χερι̯ων “bad”, in addition superl. χείριστος… … Proto-Indo-European etymological dictionary