- χρήννῡμι
χρήννῡμι, = χράομαι, wahrscheinliche Lesart bei Theophr. char. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρήννῡμι, = χράομαι, wahrscheinliche Lesart bei Theophr. char. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρήννυμι — και χρηννύω Α (πιθ. γρφ.) χρησιμοποιούμαι, χρῶμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τον αόρ. ἔχρησα τού ρ. χρῶ (II), κατά το σχήμα ἐσκέδασα: σκεδά ννυμι. Παρλλ. προς τον τ. χρήννυμι απαντά και τ. χρηννύω με μετάβαση στη θεματική κλίση] … Dictionary of Greek
χρή — (I) και χρή, ἡ, Α 1. σπαν. χρεία, ανάγκη 2. φρ. «χρῆ σται» ή «χρἦσται» (ως μέλλοντας τού ρ. χρή) θα είναι αναγκαίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χρή]. (II) ΜΑ, και αιολ. τ. χρῆ Α απρόσ. (το απρμφ. με αρθρ. ως ουσ.) τὸ χρῆν η μοίρα, το πεπρωμένο αρχ. 1. είναι… … Dictionary of Greek