χρήστωρ, ὁ, = χρηστήρ, χρηστής, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρήστωρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρήστωρ — ορος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «μάντις». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού χρηστήρ, με επίθημα τωρ (πρβλ. οἰκη τήρ: οἰκή τωρ)] … Dictionary of Greek