χρέμης

χρέμης

χρέμης, ητος, ὁ, ein Meerfisch. S. auch nom. pr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Χρέμης — nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρέμης — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρέμης — ὁ, Α 1. είδος θαλάσσιου ψαριού, πιθ. ο χρόμις* 2. ως κύριο όν. Χρέμης (στον Αριστοφ.) κωμικό πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χρεμ τού ρ. χρεμετίζω* + κατάλ. ης, ητος (πρβλ. πλάν ης)] …   Dictionary of Greek

  • Χρέμητα — Χρέμης neut nom/voc/acc pl Χρέμης masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρέμητα — χρέμης fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρέμητες — Χρέμης masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρέμητες — χρέμης fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρέμητι — Χρέμης dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρέμητι — χρέμης fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρέμητος — Χρέμης gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρέμητος — χρέμης fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”