χρέως

χρέως

χρέως, τό, att. = χρέος, die Schuld, s. Lob. Phryn. p. 391; nach den Atticisten indeclinabel, so daß χρέως auch gen. u. accus. ist; τὸ ἐπὶ τὴν τρᾶπεζαν χρέως Dem. 33, 24; bei Plat. als v. l.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χρέως — τὸ, Α (αττ. τ.) βλ. χρέος …   Dictionary of Greek

  • χρέως — χρέος that which one needs must pay neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρέος — ους, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. χρεῑος και χρῆος και αττ. τ. χρέως και βοιωτ. τ. χρίος και αρκαδ. τ. πληθ. χρήατα και κρητ. τ. πληθ. χρήϊα, τὰ, Α κάθε οφειλή σε χρήμα, σε είδος ή σε υπηρεσία νεοελλ. 1. (νομ.) η παροχή, στο πλαίσιο μιας ενοχικής σχέσης …   Dictionary of Greek

  • υπέρχρεως — ων, ΜΑ, και ὑπέρχρειος, ον, Μ βυθισμένος στα χρέη, καταχρεωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + χρεως (< χρέος/ χρεῖος / χρέως), πρβλ. κατά χρεως, ὑπό χρεως] …   Dictionary of Greek

  • υπόχρεος — η, ο / ὑπόχρεος, ον, ΝΑ, και υπόχρεως Ν, και ὑπόχρεως, ων, Α νεοελλ. 1. αυτός που έχει υποχρέωση να κάνει κάτι 2. αυτός που οφείλει ευγνωμοσύνη σε κάποιον, υποχρεωμένος («σού είμαι υπόχρεος για την εξυπηρέτηση που μού έκανες») 3. (νομ.) αυτός που …   Dictionary of Greek

  • εύχρεως — εὔχρεως, ων (Α) (ποιητ. τ.) ο εύχρηστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χρεως (< χρη), πρβλ. αξιό χρεως, υπό χρεως] …   Dictionary of Greek

  • κατάχρεος — η, ο (Α κατάχρεος, ον και κατάχρεως, ων) αυτός που βαρύνεται από πολλά χρέη, αυτός που χρωστά πολλά, καταχρεωμένος, πηγμένος στα χρέη («πολλοὶ δὲ καὶ τῶν ἀπόρων καὶ καταχρέων ἄσμενοι τὴν μεταβολὴν προσεδέξαντο», Διόδ.) αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως… …   Dictionary of Greek

  • αξιόχρεως — (Α ἀξιόχρεως, ων κ. ιων. ἀξιόχρεος, ον) όποιος εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει, συνεπής, αξιόπιστος αρχ. 1. αξιόλογος, σημαντικός («ἀξιόχρεως πόλις, Θουκυδ.) 2. ο ικανός, αυτός που μπορεί να κάνει κάτι («ἢ οὐκ ἀξιόχρεως ο θεός...… …   Dictionary of Greek

  • πολύχρεως — εων, Α αυτός που βαρύνεται με πολλά χρέη, καταχρεωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χρεως (< χρέος), πρβλ. αξιό χρεως] …   Dictionary of Greek

  • ανυπόχρεος — ον κ. χρεως, χρεων 1. αυτός που δεν έχει υποχρέωση, που δεν χρωστάει χάρη σε κάποιον 2. όποιος δεν έχει οικονομικές υποχρεώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + υπόχρεος. Η λ. μαρτυρείται στον Διομήδη Κυριάκο] …   Dictionary of Greek

  • χρεωκόπος — και χρεοκόπος, ο, ΝΜΑ νεοελλ. 1. πρόσωπο που αδυνατεί να πληρώσει τα χρέη του, που κήρυξε χρεωκοπία 2. μτφ. άτομο αποτυχημένο και αναξιόπιστο μσν. αρχ. άσωτος, σπάταλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος* / χρέως + κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”