- χρημάτισις
χρημάτισις, ἡ, = Folgdm; ἀνυτικωτάτην χρημάτισιν ἀπὸ γεωργίας ἐπετήδευσε Xen. Oec. 20, 22; Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρημάτισις, ἡ, = Folgdm; ἀνυτικωτάτην χρημάτισιν ἀπὸ γεωργίας ἐπετήδευσε Xen. Oec. 20, 22; Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρημάτισις — operation fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρημάτισις — και χρημάτιξις, ίξεως, ἡ, Α [χρηματίζω] 1. πρόσκτηση χρημάτων, χρηματισμός 2. αστρολ. (για τα άστρα) επιρροή, επίδραση … Dictionary of Greek
χρηματίσει — χρημάτισις operation fem nom/voc/acc dual (attic epic) χρηματίσεϊ , χρημάτισις operation fem dat sg (epic) χρημάτισις operation fem dat sg (attic ionic) χρηματίζω negotiate aor subj act 3rd sg (epic) χρηματίζω negotiate fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματίσεις — χρημάτισις operation fem nom/voc pl (attic epic) χρημάτισις operation fem nom/acc pl (attic) χρηματίζω negotiate aor subj act 2nd sg (epic) χρηματίζω negotiate fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματίσηι — χρημάτισις operation fem dat sg (epic) χρηματίσῃ , χρηματίζω negotiate aor subj mid 2nd sg χρηματίσῃ , χρηματίζω negotiate aor subj act 3rd sg χρηματίσῃ , χρηματίζω negotiate fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρημάτισιν — χρημάτισις operation fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρημάτιξις — ίξεως, ἡ, Α βλ. χρημάτισις … Dictionary of Greek
χρηματίσεως — χρηματίσεω̆ς , χρημάτισις operation fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματίσῃ — χρηματίσηι , χρημάτισις operation fem dat sg (epic) χρηματίζω negotiate aor subj mid 2nd sg χρηματίζω negotiate aor subj act 3rd sg χρηματίζω negotiate fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)