- χρονο-λογικός
χρονο-λογικός, adv. χρονολογικῶς, zur Zeitrechnung gehörig, geschickt, chronologisch, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρονο-λογικός, adv. χρονολογικῶς, zur Zeitrechnung gehörig, geschickt, chronologisch, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
αλογικός — Φιλοσοφικός όρος που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Σοπενάουερ και τον Χάρτμαν, ο οποίος χαρακτηρίζει οτιδήποτε βρίσκεται έξω από τα πλαίσια των κανόνων και των αρχών της λογικής, στην οποία υπάγονται από τον ανθρώπινο λόγο όσα έχουν… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek