- χρονιαῖος
χρονιαῖος, = χρόνιος, sehr zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρονιαῖος, = χρόνιος, sehr zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρονιαίος — αία, ον, Μ 1. ετήσιος 2. ενός έτους, χρονιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + κατάλ. ιαῖος*] … Dictionary of Greek
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek