- χρηματο-φύλαξ
χρηματο-φύλαξ, ακος, ὁ, Schatzwächter, Schol. Aesch. Pers. 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρηματο-φύλαξ, ακος, ὁ, Schatzwächter, Schol. Aesch. Pers. 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συγγραμματοφύλαξ — ακος, ὁ, Α βιβλιοθηκάριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύγγραμμα, άμματος + φύλαξ πρβλ. χρηματο φύλαξ)] … Dictionary of Greek
συνθηκοφύλαξ — ακος, ὁ, A ο φύλακας τών συνθηκών. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνθήκη + φύλαξ (πρβλ. χρηματο φύλαξ)] … Dictionary of Greek
υπομνηματοφύλαξ — ακος, ὁ, Μ φύλακας τών αρχείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόμνημα, ατος + φύλαξ (πρβλ. χρηματο φύλαξ)] … Dictionary of Greek