χρηματιστικός

χρηματιστικός

χρηματιστικός, zum χρηματίζειν u. χρηματίζεσϑαι gehörig, geschickt, dah. – a) zu Handels-, Geldgeschäften, zum Erwerbe von Vermögen, zum Gewinn gehörig, geschickt; Plat. Rep. XI, 581 c; neben πλούσιοι Conv. 173 c; ἡ χρηματιστική, die Kunst, Vermögen zu erwerben, Gorg. 477 e Euthyd. 307 a; οἰωνός, Reichthum andeutend, Xen. An. 5, 9,23. – b) zur Abmachung von öffentlichen od. Staatsgeschäften gehörig, geschickt; πυλών, Pol. 15, 31, 2, wie σκηνή u. vgl., Audienzsaal, 5, 81, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χρηματιστικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματιστικός — ή, ό / χρηματιστικός, ή, όν, ΝΑ [χρηματίζω] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρηματιστή («χρηματιστικές εργασίες») 2. φρ. α) «χρηματιστικό κεφάλαιο» (οικον.) το χρηματιστηριακό κεφάλαιο αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον… …   Dictionary of Greek

  • χρηματιστικά — χρηματιστικός of neut nom/voc/acc pl χρηματιστικά̱ , χρηματιστικός of fem nom/voc/acc dual χρηματιστικά̱ , χρηματιστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματιστικώτερον — χρηματιστικός of adverbial comp χρηματιστικός of masc acc comp sg χρηματιστικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματιστικῶν — χρηματιστικός of fem gen pl χρηματιστικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματιστικόν — χρηματιστικός of masc acc sg χρηματιστικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματιστικαῖς — χρηματιστικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματιστικαί — χρηματιστικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματιστικοῖς — χρηματιστικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματιστικοί — χρηματιστικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηματιστικοῦ — χρηματιστικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”