- χρησμο-λέσχης
χρησμο-λέσχης, ὁ, – χρησμολόγος, Lycophr. 1419.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρησμο-λέσχης, ὁ, – χρησμολόγος, Lycophr. 1419.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυσολέσχης — κυσολέσχης, ὁ (AM) αισχρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυσός + λέσχης (< λέσχη «συνομιλία, φλυαρία»), πρβλ. μυθο λέσχης, χρησμο λέσχης] … Dictionary of Greek