- χρησμο-λύτης
χρησμο-λύτης, ὁ, der ein Orakel auflös't, auslegt, Orakeldeuter, Schol. Lycophr. 494.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρησμο-λύτης, ὁ, der ein Orakel auflös't, auslegt, Orakeldeuter, Schol. Lycophr. 494.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νουσολύτης — και νοσολύτης, ὁ (Α) αυτός που γιατρεύει, που απαλλάσσει από αρρώστια. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος / νόσος + λύτης (< λύω), πρβλ. χρησμο λύτης, ωδινο λύτης] … Dictionary of Greek
χρεολύτης — ὁ, ΜΑ 1. (κατά τον Ζωναρ.) ο πληρωτής τών χρεών του 2. μτφ. (για τον Ιησού Χριστό) αυτός που εξάλειψε τις ηθικές οφειλές τών ανθρώπων στον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος + λύτης (< λύω), πρβλ. σημειο λύτης, χρησμο λύτης] … Dictionary of Greek
σημειολύτης — ὁ, Μ αυτός που λύνει, που ερμηνεύει τα σημεία, τις ενδείξεις για το μέλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < σημεῖον + λύτης (< λύω), πρβλ. χρησμο λύτης] … Dictionary of Greek
χριστολύτης — ὁ, Μ εκκλ. (κυρίως στον πληθ.) οἱ χριστολύται ονομασία αιρετικών που επιχείρησαν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη θεϊκή υπόσταση τού Χριστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + λύτης (< λύω), πρβλ. χρησμο λύτης] … Dictionary of Greek
ωδινολύτης — ὁ, Α (ως ονομασία ψαριού) αυτός που απαλλάσσει από τους πόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠδίς, ῖνος + λύτης (< λύω), πρβλ. χρησμο λύτης] … Dictionary of Greek