- χρησμο-δοσία
χρησμο-δοσία, ἡ, statt χρησμῶν δόσις, das Orakelgeben, Orakelertheilen, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρησμο-δοσία, ἡ, statt χρησμῶν δόσις, das Orakelgeben, Orakelertheilen, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρέος — ους, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. χρεῑος και χρῆος και αττ. τ. χρέως και βοιωτ. τ. χρίος και αρκαδ. τ. πληθ. χρήατα και κρητ. τ. πληθ. χρήϊα, τὰ, Α κάθε οφειλή σε χρήμα, σε είδος ή σε υπηρεσία νεοελλ. 1. (νομ.) η παροχή, στο πλαίσιο μιας ενοχικής σχέσης … Dictionary of Greek