χρησμο-δότης

χρησμο-δότης

χρησμο-δότης, , der Orakel giebt, ertheilt, Prophet, Wahrsager, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ομφοδότης — ὀμφοδότης, ὁ (Μ) φρ. «ὀμφοδότης ὁ θεός» ο θεός που παρέχει χρησμό, μαντεία (Θεόδ. Λάσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφή (Ι) «φωνή θεού, χρησμός» + δότης (< δίδωμι), πρβλ. ολβο δότης, χρησμο δότης] …   Dictionary of Greek

  • κρεοδότης — κρεοδότης, ὁ (Α) κρεοδαίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + δότης (< δίδωμι), πρβλ. ζωο δότης, χρησμο δότης] …   Dictionary of Greek

  • ορκοδοτώ — έω δίνω ένορκη διαβεβαίωση, ιδίως ενώπιον δικαστηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < όρκος + δοτώ (< δότης < δίδωμι), πρβλ. χρησμο δοτώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”